περιήλυσις

περιήλυσις
περιήλῠσις, εως, ,
A = περιέλευσις, coming or going round,

ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Plu.Cat.Ma.13

.
2 revolution, cycle, Hdt.2.123.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιήλυσις — coming fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] …   Dictionary of Greek

  • περιήλυσιν — περιήλυσις coming fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηλυτεύομαι — Α [περιήλυσις] περιέρχομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”